- λίβελλος
- και λίβελος ο (AM λίβελλος)νεοελλ.δυσφημιστικό ή υβριστικό δημοσίευμα με σκοπό την άσκηση πολεμικής εναντίον ορισμένου προσώπουμσν.-αρχ.1. μηνυτήρια αναφορά, κατηγορητήριο2. ρωμ. δίκ. υπόμνημα παραπόνων ιδιώτη κατά υπαλλήλου τού ρωμαϊκού δημοσίου απευθυνόμενο προς ιεραρχικώς ανώτερο όργανο ή και προς τον αυτοκράτορα3. μικρό απόσπασμα βιβλίου3. παράκληση, ικεσίααρχ.αίτηση, υπόμνημα, αναφορά.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. libel-lus «βιβλιαράκι», υποκορ. τού liber «βιβλίον»].
Dictionary of Greek. 2013.